- ωχρόλευκος
- -η, -ο / ὠχρόλευκος, -ον, ΝΜΑασπροκίτρινος, κιτρινωπός (α. «τής λατρείας τ' ωχρόλευκο λιβάνι», Παλαμ.β. «φέρει ἄνθος ὠχρόλευκον», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ωχρός + λευκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠχρόλευκος — of a whitish yellow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρόλευκον — ὠχρόλευκος of a whitish yellow masc/fem acc sg ὠχρόλευκος of a whitish yellow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρολεύκοις — ὠχρόλευκος of a whitish yellow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρολεύκων — ὠχρόλευκος of a whitish yellow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρόλευκα — ὠχρόλευκος of a whitish yellow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρόλευκοι — ὠχρόλευκος of a whitish yellow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπροκίτρινος — η, ο ο άσπρος και κίτρινος, ο ωχρόλευκος … Dictionary of Greek
κερένιος — α, ο και κέρινος, η, ο (Μ κερένιος, α, ο, αρσ. και κερένος, η ή α, ο) αυτός που έχει κατασκευαστεί από κερί («κερένια κούκλα») νεοελλ. αυτός που έχει ίδιο χρώμα με το φυσικό χρώμα τού κεριού, ωχρός, ωχρόλευκος («κερένιο πρόσωπο») … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
ξανθόλευκος — ξανθόλευκος, ον (Α) αυτός που έχει απαλό κίτρινο χρώμα το οποίο αποκλίνει προς το λευκό, ωχρόλευκος … Dictionary of Greek